διαπεραιώνω — (Α διαπεραιῶ, όω) 1. διαπορθμεύω, μεταφέρω στο απέναντι μέρος 2. διακομίζω από τη μια όχθη στην απέναντι αρχ. 1. διαβαίνω, περνώ 2. φρ. «διεπεραιώθη ξίφη» τα ξίφη βγήκαν απ τις θήκες τους … Dictionary of Greek
διαβάλλω — (AM διαβάλλω) κατηγορώ, συκοφαντώ, δυσφημώ αρχ. 1. περνώ κάτι διά μέσου άλλου, διαπερνώ 2. ρίχνω απέναντι ή περνώ κάποιον ή κάτι απέναντι, διαπεραιώνω 3. διαβαίνω, υπερβαίνω 4. κάνω κάποιους να φιλονικήσουν 5. διαφωνώ 6. κατηγορώ ή λοιδορώ… … Dictionary of Greek
διαπερνώ — (AM διαπερῶ, άω) [περνώ] 1. διατρυπώ, περνώ πέρα ώς πέρα 2. περνώ, μεταφέρω απέναντι, διαπεραιώνω 3. εισχωρώ, διεισδύω αρχ. 1. διαβαίνω, διαπεραιώνομαι 2. διέρχομαι 3. γνωρίζω εκ πείρας, έχω περάσει πολλά 4. φρ. «διαπερῶ Μολοσσίαν» εξουσιάζω όλη… … Dictionary of Greek
διαπορθμεύω — (AM διαπορθμεύω) 1. περνάω απέναντι κάποιον μέσω πορθμού 2. διαπεραιώνω με πλοίο ή βάρκα από τη μία όχθη ποταμού ή λίμνης στην απέναντι ή από την ακτή στο πλοίο και αντιστρόφως αρχ. 1. μτφ. διαβιβάζω, μεταδίδω 2. ανακοινώνω, επεξηγώ 3. μεταφράζω … Dictionary of Greek
συνδιαβιβάζω — Α 1. μεταφέρω κάποιον ή κάτι διά μέσου μιας περιοχής ή διαπεραιώνω κάποιον ή κάτι στο απέναντι μέρος μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον 2. βοηθώ στη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων … Dictionary of Greek